ναυφύλαξ

ναυφύλαξ
ναυφύλαξ, ὁ (Α)
1. φρουρός ναού
2. φύλακας πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + φύλαξ. Σύνθετο σχηματισμένο απευθείας από το θ. τής ονομ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναυφυλάκια — ναυφυλάκια, τὰ (Α) [ναυφύλαξ] οι αμοιβές αυτών που φυλάγουν τα πλοία …   Dictionary of Greek

  • ναυφυλακώ — ναυφυλακῶ, έω (Μ) [ναυφύλαξ] είμαι φύλακας πλοίων …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”